- ὀνείδη
- ὄνειδοςreproachneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ὄνειδοςreproachneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιάπτω — ΝΜΑ 1. αναρτώ κάτι γύρω από κάτι άλλο και τό προσαρμόζω («περιάψης ἐλάφου κέρας», Γεωπ.) 2. προσάπτω σε κάποιον κακή ιδιότητα ή πράξη («ὀνείδη καὶ ἐμαυτῷ καὶ ἐκείνοις περιάψω», Λυσ.) νεοελλ. κρεμώ επάνω μου φυλαχτό αρχ. 1. αποδίδω κάτι σε κάποιον … Dictionary of Greek
τέλθεια — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀνείδη καὶ πόλις καὶ ἔθνος» … Dictionary of Greek